θελήμη

θελήμη
θελήμη
will
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θελήμη — θελήμη, ἡ (Μ) θέληση, θέλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θέλημα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • φιλήμη — ἡ, Μ φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φίλημα, κατά τα θηλ. (πρβλ. θέλημα: θελήμη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”